χαμαιφυής

χαμαιφυής
ης, ες низкий, низкорослый (о растительности)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χαμαιφυής" в других словарях:

  • χαμαιφυής — ές, ΝΜ (για φυτό) αυτός που φύεται κοντά στο έδαφος, που αναπτύσσεται σε μικρό ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + φυής (< φύω, ομαι μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. ἰδιο φυής] …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»